Απεργία μεταλλωρύχων
Τον Αύγουστο του 1916 και ενώ ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη, η Ελλάδα ζούσε τον Εθνικό διχασμό με το παλάτι και τον Βενιζέλο αντιμέτωπους, υποστηρίζοντας ο καθένας με σθένος τη δική του θέση. Εκείνη τη χρονική στιγμή φτάνει στη Σέριφο ο Κωνσταντίνος Σπέρας. Γεννημένος στο νησί το 1893, βρέθηκε σε ηλικία 14 ετών στην Αίγυπτο, φοίτησε σε Γαλλικό σχολείο και έπειτα εργάστηκε σαν καπνεργάτης στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, όπου ήρθε σε επαφή με το συνδικαλιστικό κίνημα. Τον Μάρτιο του 1914 δούλεψε στα καπνά της Καβάλας, ενεπλάκη στη μεγάλη απεργία που ξέσπασε, φυλακίστηκε και μεταφέρθηκε στην Τρίπολη.
Έχοντας αρκετή εμπειρία στην πλάτη του αποφάσισε να οργανώσει τους Σερίφιους συμπατριώτες του, ιδρύοντας στις 24 Ιουλίου 1916 το «Σωματείο Μεταλλωρύχων», που αρχικά αριθμούσε 460 μέλη. Με την ιδιότητα του προέδρου του Σωματείου, έστειλε επιστολή στην Ελληνική Κυβέρνηση περιγράφοντας τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας και ταυτόχρονα ενημέρωσε την εταιρία του Γκρώμαν για τα αιτήματα των εργατών. Αιτήματα όπως την καθιέρωση του οκταώρου, την αύξηση του ημερομισθίου και την ύπαρξη μέτρων ασφαλείας μέσα και έξω από τις στοές, τα οποία δεν βρήκαν ανταπόκριση ούτε από την Κυβέρνηση, ούτε από τον Γκέοργκ Γκρώμαν.
Η απεργία ξέσπασε στις 7 Αυγούστου του 1916, όταν οι μεταλλωρύχοι αρνήθηκαν να φορτώσουν το Ανδριώτικο πλοίο «Μανούσι», το οποίο είχε εντολή να φορτώσει και να φύγει άμεσα για τη Βόρεια Ευρώπη. Οι υπάλληλοι της «Σέριφος – Σπηλιαζέζα» δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση και ο Γκρώμαν αναγκάζεται να ζητήσει βοήθεια από την Αθήνα. Η Κυβέρνηση έστειλε το πρωί της 21ης Αυγούστου ένα τάγμα χωροφυλακής, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου και σκοπό να καταπνίξουν την εξέγερση των εργατών.
Μεταλλωρύχοι αλλά και γυναικόπαιδα, από τις οικογένειες μερικών, είχαν συγκεντρωθεί στο πλάτωμα κοντά στη σκάλα φόρτωσης. Ο Χρυσάνθου - ημίτρελος, βίαιος και σκληρός άνθρωπος κατά πολλούς – κάλεσε τον Σπέρα και μερικούς ακόμα ως εκπροσώπους του Σωματείου δήθεν για να ενημερωθεί και με δόλιο τρόπο τους φυλάκισε λίγο πιο μακριά, στο τμήμα της Χωροφυλακής. Κατόπιν διέταξε τους άνδρες του να παραταχθούν απέναντι από τους απεργούς και να οπλίσουν, δίνοντας τελεσίγραφο να λήξει η απεργία εντός 5 λεπτών.
Πριν καν συμπληρωθεί το τόσο σύντομο διάστημα πυροβολήθηκε ο Θ.Κουζούπης, ακολουθούμενος από τους Μ.Ζωίλη, Μ.Μητροφάνη και Γ.Πρωτόπαπα. Επικράτησε πανδαιμόνιο με τους εργάτες και τα γυναικόπαιδα να ορμούν πάνω στους χωροφύλακες, οι περισσότεροι από τους οποίους πυροβολούσαν στον αέρα μη θέλοντας να συμμετάσχουν στην αθλιότητα αυτή, αφού αναγνώριζαν το δίκιο των εργατών. Κατά γενική ομολογία, οι περισσότεροι απεργοί τραυματίστηκαν από σφαίρες που έρχονταν από την πλευρά του Διοικητηρίου.
Εξαγριωμένοι και νομίζοντας ότι ο Σπέρας και οι υπόλοιποι σύντροφοι είναι νεκροί, οι απεργοί λιθοβόλησαν τον Χρυσάνθου και τον Τριανταφύλλου - αστυνομικό του Μεγάλου Λιβαδιού. Ο Σπέρας απελευθερώνεται από το τμήμα και σπεύδει να ηρεμήσει τα πνεύματα. Για 15 ημέρες οι εργάτες επικρατούν στο νησί και δεν υπακούν στην τοπική εξουσία, μέχρι που η Κυβέρνηση έστειλε ενισχύσεις και επανέφερε την τάξη.
Μετά τη λήξη της απεργίας, ο Σπέρας θα φυλακιστεί στη Σύρο μαζί με άλλους απεργούς και θα αφηγηθεί σε βιβλίο (που τυπώθηκε το 1919) όλο το χρονικό της εξέγερσης. Το 1918 διέμενε πλέον στην Αθήνα και συμμετείχε στην ίδρυση της ΓΣΕΕ, συνεχίζοντας τη συνδικαλιστική του δράση και κατά τη διάρκεια της κατοχής, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1943, δολοφονήθηκε από παλιούς του συντρόφους. Η προτομή του βρίσκεται στο Μέγα Λιβάδι, λίγα μέτρα από την παραλία, μπροστά από το παλιό κτίριο της αστυνομίας.